- κουραστικός
- [курастикос] εκ. утомительный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
κουραστικός — ή, ό [κουράζω] 1. αυτός που προκαλεί κούραση, κοπιαστικός («κουραστική δουλειά») 2. φορτικός, ενοχλητικός («είναι πολύ κουραστική η συζήτηση μαζί του»). επίρρ... κουραστικά με πολλή κούραση … Dictionary of Greek
κουραστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί κούραση, κοπιαστικός, ενοχλητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
άτρυτος — ἄτρυτος, ον (Α) 1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος 2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος 3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»] … Dictionary of Greek
έμπονος — ἔμπονος, ον (AM) Ι. 1. αυτός που υπομένει τους πόνους, τους κόπους 2. πονεμένος, γεμάτος πόνο («ἔμπονος κραυγή», ΠΔ Μακκ.) 2. κουραστικός, επίπονος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔμπονον η αντοχή στους κόπους ΙΙ. επίρρ. ἐμπόνως 1. με κόπο, κοπιαστικά,… … Dictionary of Greek
έναθλος — η, ο (AM ἔναθλος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον ο αγώνας … Dictionary of Greek
δακέθυμος — δακέθυμος, ον (Α) 1. αυτός που πληγώνει την καρδιά, κουραστικός, βασανιστικός II. μσν. επίρρ. δακεθύμως με τρόπο ενοχλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακε < (θ.) δακ , τού δακείν (απαρμφ. αορ. τού δάκνω) + θυμός. Για το συνδετικό φωνήεν ε τής λέξης πρβλ … Dictionary of Greek
εμπεδόμοχθος — ἐμπεδόμοχθος, ον (Α) κουραστικός, κοπιαστικός … Dictionary of Greek
επίπονος — η, ο (AM ἐπίπονος, ον) [πόνος] κουραστικός, κοπιαστικός («ἔργα... καλὰ καὶ ἐπίπονα», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί πόνο, ο γεμάτος κόπους και βάσανα 2. (για πρόσ.) μτφ. εργατικός, επιμελής («δεινοῡ καὶ ἐπιπόνου καί... εὐτυχοῡς ἀνδρός», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
εργόμοχθος — ἐργόμοχθος, ον (Μ) κοπιαστικός, κουραστικός («τῶν ἐργομόχθων ὅπλων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + μόχθος] … Dictionary of Greek
εύπονος — εὔπονος, ον (ΑΜ) επίπονος, κουραστικός. επίρρ... εὐπόνως (Μ) επίπονα, με μεγάλο κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek